- φράντζα
- η(λ. ιταλ.)1. κροσσωτό συνήθως σιρίτι, είδος κορδονιού, πασμαντερί.2. τούφα μαλλιών που πέφτει σε όλο το μέτωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φράντζα — η, Ν 1. ταινία με κρόσια 2. τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frangia] … Dictionary of Greek
ταινιόπλεγμα — το, Ν διακοσμητικό πλέγμα από ταινίες, αλλ. φράντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + πλέγμα. Η λ., στον πληθ. ταινιοπλέγματα, μαρτυρείται από το 1884 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… … Dictionary of Greek